- εναπόμαγμα
- ἐναπόμαγμα, το (Α)το αποτέλεσμα τού εναπομάσσω*, η αποτύπωση, η εικόνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐναπομάγματα — ἐναπόμαγμα impression neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)